μονοσχηματώ

μονοσχηματώ
μονοσχηματῶ, -έω (Α)
είμαι απλός στον σχηματισμό, έχω έναν μόνο τύπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -σχηματῶ (< σχῆμα, -ατος) μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μονο-σχήματος (πρβλ. μονό-σχημος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”